Επισκόπηση
Παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι συνδέουν την οστεοπόρωση – μια πάθηση που χαρακτηρίζεται από χαμηλή οστική πυκνότητα και ευπάθεια στα κατάγματα – με τις γυναίκες μέσης ή και μεγαλύτερης ηλικίας, η πάθηση αυτή εμφανίζεται με συχνότητα που προκαλεί έκπληξη και στα παιδιά. Στην πραγματικότητα οι γονείς των παιδιών τα οποία εμφανίζουν πολλαπλά κατάγματα ή διαστρέμματα μετά από φαινομενικά ήπιους τραυματισμούς ίσως πρέπει να αναλογιστούν ότι σε κάποια στιγμή καλό θα ήταν να επισκεφθούν ένα γιατρό για να εκτιμήσει την κατάσταση του παιδιού τους.
Μπορεί να είναι αληθές ότι ο αριθμός των κατά τα άλλα υγιών παιδιών με χαμηλή οστική μάζα αυξάνεται για διαφόρους λόγους σύμφωνα με τη Shevaun Doyle, MD, ορθοπεδικό χειρουργό παίδων. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής που περιορίζει τις σωματικές δραστηριότητες, ειδικά των παιδιών των αστικών πληθυσμών, η κακή διατροφή και η περιορισμένη έκθεση στο ηλιακό φως, μιας σημαντικής πηγής βιταμίνης D, που βοηθά στην απορρόφηση του ασβεστίου από το πεπτικό σύστημα είναι μερικοί από τους λόγους που παρατηρείται αυτό. Εξάλλου κατά τα τελευταία 10 χρόνια περίπου, οι παιδιατρικοί ασθενείς έχουν αρχίσει ολοένα και περισσότερο να συνειδητοποιούν τη συχνότητα και τη σοβαρότητα της πάθησης αυτής, σύμφωνα με την ίδια γιατρό.
Η αύξηση της ανεπάρκειας της βιταμίνης D μπορεί να συνδεθεί με το αυξανόμενο ποσοστό της παχυσαρκίας στα παιδιά. Επειδή η βιταμίνη D είναι λιποδιαλυτή, θεωρείται ότι συσσωρεύεται στα κύτταρα του λιπώδους ιστού των νεαρών αυτών παιδιών και κατά συνέπεια δεν μπορεί να διατεθεί για τις ανάγκες του οργανισμού. Επιπλέον οι έρευνες μας δείχνουν ότι οι ασθενείς με πιο σκούρο χρώμα δέρματος τείνουν να εμφανίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης ανεπάρκειας βιταμίνης D γιατί τα υψηλότερα επίπεδα μελανίνης στο δέρμα τους, σε σύγκριση με αυτά του υπόλοιπου πληθυσμού, μπλοκάρουν την απορρόφηση ηλιακής ακτινοβολίας από αυτόν με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η σύνθεση της βιταμίνης D.
Άλλες αιτίες χαμηλής οστικής πυκνότητας είναι οι παρακάτω:
- Μεταβολικές διαταραχές, όπως διαταραχές του επιπέδου των οιστρογόνων, των κορτικοστεροειδών και των ορμονών του θυρεοειδούς και των παραθυρεοειδών αδένων.
- Συγγενείς διαμαρτίες, όπως η ατελής οστεογένεση
- Διαταραχές για τη θεραπεία των οποίων απαιτείται η χρόνια λήψη συγκεκριμένων τύπων φαρμάκων που παρεμβαίνουν στη διαδικασία παραγωγής και επαναρρόφησης των οστών, όπως τα γλυκοκορτικοειδή και τα αντισπασμωδικά, η μεθπτρεξάτη καθώς και τα φάρμακα που χορηγούνται ως θεραπεία υποκατάστασης για τις διαταραχές θυρεοειδούς.
- Νεφρική νόσος
- Νευρομυϊκές παθήσεις
- Ανορεξία
- Παρατεταμένη ακινητοποίηση
Διάγνωση
Η αρχική εκτίμηση της χαμηλής οστικής πυκνότητας θα περιλάβει τις εργαστηριακές μετρήσεις της βιταμίνης D, του ασβεστίου ορού, της αλκαλικής φωσφατάσης (ενός ενζύμου που εμπλέκεται στην εναπόθεση ασβεστίου στα οστά) και των ορμονών του θυρεοειδούς και των παραθυρεοειδών αδένων. Η απορρόφηση ασβεστίου από τον οργανισμό μπορεί να επηρεαστεί σε περίπτωση που τα επίπεδα των ορμονών αυτών είναι ανεβασμένα.
Η διάγνωση της οστεοπόρωσης γίνεται στα παιδιά που παρουσιάζουν κλινικά σημαντικό ιστορικό καταγμάτων και χαμηλής οστικής μάζας. Στους παράγοντες που καθορίζουν το κλινικά σημαντικό ιστορικό πρέπει να συμπεριληφθεί και η χρήση οποιουδήποτε από τα φάρμακα που αναφέρθηκαν παραπάνω, ή η ύπαρξη συνδρόμου δυσαπορρόφησης εντέρου, η μειωμένη κινητικότητα και η ύπαρξη ιστορικού περισσότερων του ενός καταγμάτων ή καταγμάτων χαμηλής ενεργείας.
Για τη μέτρηση της οστικής πυκνότητας ο παιδιατρικός ορθοπεδικός χρησιμοποιεί την τεχνική της διπλής απορροφησιομέτρησης με ακτίνες Χ (DXA), κατά την οποία δύο δέσμες ακτινών Χ διαφορετικής ενεργείας κατευθύνονται προς την περιοχή της μέτρησης. Στα παιδιά η περιοχή αυτή περιορίζεται τις περισσότερες φορές στη σπονδυλική στήλη από όπου θεωρείται ότι μπορεί να εξαχθούν οι πιο χρήσιμες πληροφορίες. Μόλις ληφθεί η οπτική απεικόνιση των μετρήσεων αυτών τα αποτελέσματα συγκρίνονται με το «ιδανικό» πρότυπο, τη μέση οστική πυκνότητα συνομηλίκων τους υγιών παιδιών.
Ωστόσο η μέθοδος αυτή μέτρησης της οστικής μάζας στα παιδιά δεν θεωρείται απολύτως αξιόπιστη. Τα μηχανήματα που χρησιμοποιούνται στους ενήλικες για τον προσδιορισμό της οστικής πυκνότητας μπορεί να υποτιμήσουν σημαντικά την τιμή της στα παιδιά στα οποία τα οστά είναι φυσιολογικά λιγότερο πυκνά. Επιπλέον, ιδανικά, η οστική πυκνότητα κάθε παιδιού πρέπει να συγκρίνεται με την αντίστοιχη ενός υγιούς παιδιού της ίδιας ηλικίας αλλά και του ίδιου φύλου και βαθμού σκελετικής ωρίμανσης, δηλαδή με δεδομένα που δεν είναι άμεσα διαθέσιμα προς το παρόν.
Επιπρόσθετες πληροφορίες μπορεί να εξαχθούν από την περιφερική προσοτικοποιημένη υπολογιστική τομογραφία (p QCT) που διακρίνει μεταξύ του ενδομυελικού (εσωτερικού, σπογγώδους) και του φλοιώδους οστού (του ιστού που σχηματίζει την επιφάνεια του οστού), το οποίο είναι πολύ πιο πυκνό. Η μέτρηση αυτή γίνεται στον καρπό ή στην κνήμη, και είναι χρήσιμη γιατί οι τιμές των μετρήσεων που λαμβάνονται είναι ανεξάρτητες από το μέγεθος του σκελετού και απαιτούνται μόνο 10 λεπτά για να πραγματοποιηθεί.
Χρησιμοποιείται όμως μόνο για ερευνητικούς σκοπούς προς το παρόν.
Οι συμβατικές ακτινογραφίες ενός κατάγματος δεν είναι αξιόπιστες για την εξαγωγή συμπερασμάτων όσον αφορά την ποιότητα ενός οστού. Η Dr. Doyle αναφέρει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις το λευκό μέρος της ακτινογραφίας μπορεί να δίνει μια πιο «κοκκώδη» και χαμηλότερης πυκνότητας αίσθηση πράγμα που μπορεί να προϊδεάσει το γιατρό ότι το παιδί ενδεχομένως να πάσχει από οστεοπενία (λέπτυνση των οστών που είναι προάγγελος της οστεοπόρωσης).
Θεραπεία
Η θεραπεία της χαμηλής οστικής πυκνότητας στα παιδιά συνήθως ξεκινά με την αλλαγή της διατροφής τους. Αν και πολλές οικογένειες γνωρίζουν ότι τα παιδιά τους πρέπει να λαμβάνουν τις ποσότητες ασβεστίου και βιταμίνης D για να καλύπτουν επαρκώς τις ανάγκες του οργανισμού τους μέσω της διατροφής, εν τούτοις μπορεί να μην γνωρίζουν ποιες είναι οι ποσότητες αυτές και ότι οι απαιτήσεις του οργανισμού για ασβέστιο μεταβάλλονται με την ηλικία. Στην ηλικία των 9 ετών για παράδειγμα η ποσότητα της απαραίτητης ημερήσιας πρόσληψης αυξάνεται κατά 500mg, στα 1300mg, σε σύγκριση με τη δόση των 800mg που απαιτείται στα 8 έτη και συνεχίζει στα νέα αυτά επίπεδα μέχρι τη συμπλήρωση των 19 ετών οπότε επιτυγχάνεται η μέγιστη οστική μάζα. Στόχος είναι να βελτιστοποιηθεί η δυνατότητα του οργανισμού να φτιάξει νέα οστική μάζα κατά τη διάρκεια αυτών των ετών.
Επειδή το ασβέστιο γενικότερα απορροφάται καλύτερα μέσω της διατροφής οι ασθενείς θα πρέπει ικανοποιούν τις ημερήσιες ανάγκες πρόσληψης ασβεστίου επιλέγοντας τροφές που τους ικανοποιούν γευστικά αλλά χαρακτηρίζονται και από υψηλή περιεκτικότητα ασβεστίου.
Αν παρόλα αυτά τα επίπεδα ασβεστίου στις εργαστηριακές εξετάσεις συνεχίζουν να χαρακτηρίζονται ως ανεπαρκή, μπορεί να κριθεί απαραίτητη η χορήγηση ενός συμπληρώματος ασβεστίου. «Μερικά συμπληρώματα δεν απορροφούνται τόσο καλά όσο άλλα, ενώ και οι ασθενείς μεταβολίζουν με διαφορετικό τρόπο τα ποικίλα σκευάσματα, με αποτέλεσμα συχνά να χρειάζεται να δοκιμαστούν πολλά διαφορετικά συμπληρώματα προτού βρεθεί αυτό που δουλεύει ιδανικά για τον καθένα ξεχωριστά» σύμφωνα με τη Dr. Doyle. Η αποτελεσματικότητα του συμπληρώματος θα επιβεβαιωθεί από την παρατήρηση αυξητικής τάσης των επιπέδων ασβεστίου στις βιοχημικές εξετάσεις αίματος.
Η αύξηση των επιπέδων της βιταμίνης D στον οργανισμό του παιδιού σπάνια μπορεί να επιτευχθεί με τις διατροφικές επιλογές και μόνον. Επιπλέον με ολοένα και περισσότερους ανθρώπους να αποφεύγουν την έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, η χρήση των συμπληρωμάτων καθίσταται πολλές φορές αναγκαία.
Η ανάγκη για πρόσληψη επαρκούς ποσότητας βιταμίνης D κατέστη σαφής όταν πρόσφατα η αμερικανική παιδιατρική ακαδημία διπλασίασε την ημερήσια συνιστώμενη ποσότητα πρόσληψης της βιταμίνης από τις 200 στις 400 διεθνείς μονάδες.
Μερικά παιδιά στα οποία η βελτίωση της διατροφής και τα συμπληρώματα δεν φέρνουν τα επιθυμητά αποτελέσματα μπορεί να θεωρηθούν υποψήφια για θεραπεία με διφωσφονικά, δηλαδή με φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της απώλειας οστικής μάζας σε ενήλικες που πάσχουν από οστεοπόρωση. «Τα φάρμακα αυτά δίνουν ελπιδοφόρα αποτελέσματα σε παιδιά με οστεοπόρωση η οποία προκαλείται από συγγενείς διαμαρτίες, όπως η ατελής οστεογένεση, και μπορεί ακόμη να αποτελούν καλή θεραπευτική επιλογή για παιδιά με μεταβολικές διαταραχές» σύμφωνα με τη Dr. Doyle, «Παρόλα αυτά η χορήγηση τους σε νεαρής ηλικίας ασθενείς είναι ακόμα σε πειραματικό επίπεδο και πρέπει να παρακολουθείται στενά» συνεχίζει.
Με το βλέμμα στο μέλλον
Το μεγαλύτερο μέρος των τρεχουσών ερευνών που αφορούν τη χαμηλή οστική πυκνότητα των παιδιών επικεντρώνεται στην ανάπτυξη αξιόπιστων διαγνωστικών μεθόδων και προτύπων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν και στην ανάπτυξη ακριβέστερων οδηγιών και προτύπων για τη θεραπεία της.
Οι ερευνητές προσπαθούν να εξακριβώσουν αν υπάρχει οποιαδήποτε αντιστοιχία ανάμεσα σε συγκεκριμένες μετρήσεις της οστικής πυκνότητας με την DXA και τον κίνδυνο εμφάνισης καταγμάτων. Η αντιστοίχιση αυτή έχει αποδειχτεί στους ενήλικες. Μερικοί ορθοπεδικοί θεωρούν το υπερηχογράφημα ως το μέσο για τη μέτρηση της οστικής πυκνότητας.
Παρά το γεγονός όμως ότι η μέθοδος αυτή προσφέρει τα πλεονεκτήματα της φορητότητας και της μη έκθεσης σε ακτινοβολίες, εντούτοις οι πληροφορίες που παρέχει μέχρι σήμερα τουλάχιστον δεν θεωρούνται επαρκείς για να επιβεβαιώσουν τη διάγνωση της οστεοπόρωσης.